σαμιώτικος

σαμιώτικος
η , ο самосский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σαμιώτικος" в других словарях:

  • σαμιώτικος — η, ο, Ν [Σαμιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Σάμο ή στον Σαμιώτη ή και αυτός που προέρχεται από την Σάμο, ο σαμιακός («σαμιώτικος χορός») …   Dictionary of Greek

  • σαμιώτικος — η, ο βλ. σαμιακός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σαμαίος — αία, ον, Α σαμιακός, σαμιώτικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάμος + κατάλ. αῖος*] …   Dictionary of Greek

  • σαμιακός — ή, ό / σαμιακός, ή, όν, ΝΑ [Σάμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην νήσο Σάμο ή αυτός που προέρχεται από την Σάμο, ο σαμιώτικος («σαμιακό κρασί») νεοελλ. φρ. «Σαμιακός Κώδιξ» (νομ.) ο αστικός κώδικας που ίσχυε στην Σάμο από το 1899 μέχρι το… …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • σαμιακός — σαμιακός, ή, ό και σαμιώτικος, η, ο αυτός που αναφέρεται στη Σάμο ή προέρχεται από τη Σάμο: Σαμιακός πόλεμος. – Σαμιώτικο κρασί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»